- αναπλειστηριασμός
- ο объявление повторных торгов (на описанное имущество)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναπλειστηριασμός — ο επανάληψη πλειστηριασμού που ματαιώθηκε ή ακυρώθηκε: Θα γίνει αναπλειστηριασμός σε βάρος του τελευταίου πλειοδότη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπλειστηριασμός — ο εκ νέου πλειστηριασμός, επανάληψη πλειστηριασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπλειστηριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek